πρωτοβλάστη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτοβλάστη οι πρωτοβλάστες
      γενική της πρωτοβλάστης των πρωτοβλαστών
    αιτιατική την πρωτοβλάστη τις πρωτοβλάστες
     κλητική πρωτοβλάστη πρωτοβλάστες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοβλάστη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική protoblast < αρχαία ελληνική πρώτος + βλάστη / βλαστός

Ουσιαστικό

πρωτοβλάστη θηλυκό

  1. (βιολογία, παρωχημένο) τμήμα ενός κυττάρου
  2. (βοτανική) νεαρό φυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.