ινδιάνικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ινδιάνικος η ινδιάνικη το ινδιάνικο
      γενική του ινδιάνικου της ινδιάνικης του ινδιάνικου
    αιτιατική τον ινδιάνικο την ινδιάνικη το ινδιάνικο
     κλητική ινδιάνικε ινδιάνικη ινδιάνικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ινδιάνικοι οι ινδιάνικες τα ινδιάνικα
      γενική των ινδιάνικων των ινδιάνικων των ινδιάνικων
    αιτιατική τους ινδιάνικους τις ινδιάνικες τα ινδιάνικα
     κλητική ινδιάνικοι ινδιάνικες ινδιάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ινδιάνικος < Ινδιάνος + -ικος

Επίθετο

ινδιάνικος

  • που ανήκει ή αναφέρεται ή σχετίζεται με τους Ινδιάνους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.