Ινδιάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ινδιάνος οι Ινδιάνοι
      γενική του Ινδιάνου των Ινδιάνων
    αιτιατική τον Ινδιάνο τους Ινδιάνους
     κλητική Ινδιάνε Ινδιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


Ετυμολογία

Ινδιάνος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ινδιάνος αρσενικό (θηλυκό Ινδιάνα)

Συνώνυμα

  • Αμερινδιάνος
  • Ερυθρόδερμος

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.