ιμπεριαλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιμπεριαλιστής οι ιμπεριαλιστές
      γενική του ιμπεριαλιστή των ιμπεριαλιστών
    αιτιατική τον ιμπεριαλιστή τους ιμπεριαλιστές
     κλητική ιμπεριαλιστή ιμπεριαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιμπεριαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική impérialiste < impérial +‎ -iste (-ιστής) [1] < λατινική imperialis < imperium

Προφορά

ΔΦΑ : /im.be.ɾi.a.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιμπεριαλιστής

Ουσιαστικό

ιμπεριαλιστής αρσενικό (θηλυκό ιμπεριαλίστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.