ιμπεριαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιμπεριαλιστικός | η | ιμπεριαλιστική | το | ιμπεριαλιστικό |
| γενική | του | ιμπεριαλιστικού | της | ιμπεριαλιστικής | του | ιμπεριαλιστικού |
| αιτιατική | τον | ιμπεριαλιστικό | την | ιμπεριαλιστική | το | ιμπεριαλιστικό |
| κλητική | ιμπεριαλιστικέ | ιμπεριαλιστική | ιμπεριαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιμπεριαλιστικοί | οι | ιμπεριαλιστικές | τα | ιμπεριαλιστικά |
| γενική | των | ιμπεριαλιστικών | των | ιμπεριαλιστικών | των | ιμπεριαλιστικών |
| αιτιατική | τους | ιμπεριαλιστικούς | τις | ιμπεριαλιστικές | τα | ιμπεριαλιστικά |
| κλητική | ιμπεριαλιστικοί | ιμπεριαλιστικές | ιμπεριαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιμπεριαλιστικός < αγγλική imperialistic
Επίθετο
ιμπεριαλιστικός, -ή, -ό
- σχετικός με κατακτητική και επεκτατική πολιτική ενός κράτους
- σχετικός με τον ιμπεριαλισμό κατά την λενινιστική ανάλυση
- ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος αποτελεί αντικειμενικό γεγονός στον καπιταλισμό ... (Κρίση, ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η απάντηση του εργατικού κινήματος, rizospastis.gr)
Παράγωγα
Μεταφράσεις
ιμπεριαλιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.