ιλυόλουτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιλυόλουτρο | τα | ιλυόλουτρα |
| γενική | του | ιλυόλουτρου | των | ιλυόλουτρων |
| αιτιατική | το | ιλυόλουτρο | τα | ιλυόλουτρα |
| κλητική | ιλυόλουτρο | ιλυόλουτρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιλυόλουτρο < (καθαρεύουσα) ἰλυόλουτρον ιλύς + -ο- + λουτρό
Μεταφράσεις
ιλυόλουτρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.