ιλλυρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιλλυρικός η ιλλυρική το ιλλυρικό
      γενική του ιλλυρικού της ιλλυρικής του ιλλυρικού
    αιτιατική τον ιλλυρικό την ιλλυρική το ιλλυρικό
     κλητική ιλλυρικέ ιλλυρική ιλλυρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιλλυρικοί οι ιλλυρικές τα ιλλυρικά
      γενική των ιλλυρικών των ιλλυρικών των ιλλυρικών
    αιτιατική τους ιλλυρικούς τις ιλλυρικές τα ιλλυρικά
     κλητική ιλλυρικοί ιλλυρικές ιλλυρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιλλυρικός < (ελληνιστική κοινή) ἰλλυρικός

Επίθετο

ιλλυρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

  1. Ιλλυρία
  2. Ιλλυριός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.