Ιλλυριός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ιλλυριός | οι | Ιλλυριοί |
| γενική | του | Ιλλυριού | των | Ιλλυριών |
| αιτιατική | τον | Ιλλυριό | τους | Ιλλυριούς |
| κλητική | Ιλλυριέ | Ιλλυριοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ιλλυριός < αρχαία ελληνική Ἰλλυριός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.