Ιλλυρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ιλλυρία οι Ιλλυρίες
      γενική της Ιλλυρίας των Ιλλυριών
    αιτιατική την Ιλλυρία τις Ιλλυρίες
     κλητική Ιλλυρία Ιλλυρίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιλλυρία < αρχαία ελληνική Ἰλλυρία

Κύριο όνομα

Ιλλυρία θηλυκό

  • (τοπωνύμιο, ιστορία) αρχαία ονομασία της περιοχής που εκτείνεται βόρεια της Ηπείρου και της Μακεδονίας και ταυτίζεται περίπου με τη σημερινή Αλβανία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.