ιζηματογένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιζηματογένεια οι ιζηματογένειες
      γενική της ιζηματογένειας των ιζηματογενειών
    αιτιατική την ιζηματογένεια τις ιζηματογένειες
     κλητική ιζηματογένεια ιζηματογένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιζηματογένεια < ίζημα + -γένεια

Ουσιαστικό

ιζηματογένεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.