ιερολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιερολογώ < μεσαιωνική ελληνική ἱερολογῶ < ελληνιστική κοινή ἱερολογῶ, ἱερολογέω (διηγούμαι ιερούς λόγους) < αρχαία ελληνική ἱερός + λέγω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -λογώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.e.ɾo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ε‐ρο‐λο‐γώ
- τονικό παρώνυμο: ιερολόγο
Ρήμα
ιερολογώ, πρτ.: ιερολογούσα, αόρ.: ιερολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (θρησκεία, για ιερωμένους) διαβάζω ειδικές εκκλησιαστικές ευχές σε μια τελετή επευλογώντας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιερολογώ | ιερολογούσα | θα ιερολογώ | να ιερολογώ | ιερολογώντας | |
| β' ενικ. | ιερολογείς | ιερολογούσες | θα ιερολογείς | να ιερολογείς | ||
| γ' ενικ. | ιερολογεί | ιερολογούσε | θα ιερολογεί | να ιερολογεί | ||
| α' πληθ. | ιερολογούμε | ιερολογούσαμε | θα ιερολογούμε | να ιερολογούμε | ||
| β' πληθ. | ιερολογείτε | ιερολογούσατε | θα ιερολογείτε | να ιερολογείτε | ιερολογείτε | |
| γ' πληθ. | ιερολογούν(ε) | ιερολογούσαν(ε) | θα ιερολογούν(ε) | να ιερολογούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιερολόγησα | θα ιερολογήσω | να ιερολογήσω | ιερολογήσει | ||
| β' ενικ. | ιερολόγησες | θα ιερολογήσεις | να ιερολογήσεις | ιερολόγησε | ||
| γ' ενικ. | ιερολόγησε | θα ιερολογήσει | να ιερολογήσει | |||
| α' πληθ. | ιερολογήσαμε | θα ιερολογήσουμε | να ιερολογήσουμε | |||
| β' πληθ. | ιερολογήσατε | θα ιερολογήσετε | να ιερολογήσετε | ιερολογήστε | ||
| γ' πληθ. | ιερολόγησαν ιερολογήσαν(ε) |
θα ιερολογήσουν(ε) | να ιερολογήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιερολογήσει | είχα ιερολογήσει | θα έχω ιερολογήσει | να έχω ιερολογήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιερολογήσει | είχες ιερολογήσει | θα έχεις ιερολογήσει | να έχεις ιερολογήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιερολογήσει | είχε ιερολογήσει | θα έχει ιερολογήσει | να έχει ιερολογήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιερολογήσει | είχαμε ιερολογήσει | θα έχουμε ιερολογήσει | να έχουμε ιερολογήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιερολογήσει | είχατε ιερολογήσει | θα έχετε ιερολογήσει | να έχετε ιερολογήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιερολογήσει | είχαν ιερολογήσει | θα έχουν ιερολογήσει | να έχουν ιερολογήσει |
| |
Μεταφράσεις
ιερολογώ
|
|
Αναφορές
- ιερολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.