ἱερολογέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἱερολογέω παρασύνθετο του ἱερολόγος

Ρήμα

ἱερολογέω - ἱερολογῶ (συνηρημένο)

  1. ομιλώ για ιερά ζητήματα, πράγματα
  2. διεξάγω θρησκευτικές συζητήσεις

Παράγωγα

  • ἱερολόγημα
  • ἱερολογία

Συνώνυμα

Σύνθετα

  • συνιερολογῶ

Σημειώσεις

  • το ρήμα ἱερολογέω - ἱερολογῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.