ιερολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιερολογία οι ιερολογίες
      γενική της ιερολογίας των ιερολογιών
    αιτιατική την ιερολογία τις ιερολογίες
     κλητική ιερολογία ιερολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιερολογία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱερολογία (ομιλία για ιερά θέματα)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ιερο- + -λογία

Ουσιαστικό

ιερολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.