ιερουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιερουργώ < ελληνιστική κοινή ἱερουργῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.e.ɾuɾˈɣo/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιερουργώ | ιερουργούσα | θα ιερουργώ | να ιερουργώ | ιερουργώντας | |
| β' ενικ. | ιερουργείς | ιερουργούσες | θα ιερουργείς | να ιερουργείς | (ιερούργει) | |
| γ' ενικ. | ιερουργεί | ιερουργούσε | θα ιερουργεί | να ιερουργεί | ||
| α' πληθ. | ιερουργούμε | ιερουργούσαμε | θα ιερουργούμε | να ιερουργούμε | ||
| β' πληθ. | ιερουργείτε | ιερουργούσατε | θα ιερουργείτε | να ιερουργείτε | ιερουργείτε | |
| γ' πληθ. | ιερουργούν(ε) | ιερουργούσαν(ε) | θα ιερουργούν(ε) | να ιερουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιερούργησα | θα ιερουργήσω | να ιερουργήσω | ιερουργήσει | ||
| β' ενικ. | ιερούργησες | θα ιερουργήσεις | να ιερουργήσεις | ιερούργησε | ||
| γ' ενικ. | ιερούργησε | θα ιερουργήσει | να ιερουργήσει | |||
| α' πληθ. | ιερουργήσαμε | θα ιερουργήσουμε | να ιερουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | ιερουργήσατε | θα ιερουργήσετε | να ιερουργήσετε | ιερουργήστε | ||
| γ' πληθ. | ιερούργησαν ιερουργήσαν(ε) |
θα ιερουργήσουν(ε) | να ιερουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιερουργήσει | είχα ιερουργήσει | θα έχω ιερουργήσει | να έχω ιερουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιερουργήσει | είχες ιερουργήσει | θα έχεις ιερουργήσει | να έχεις ιερουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιερουργήσει | είχε ιερουργήσει | θα έχει ιερουργήσει | να έχει ιερουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιερουργήσει | είχαμε ιερουργήσει | θα έχουμε ιερουργήσει | να έχουμε ιερουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιερουργήσει | είχατε ιερουργήσει | θα έχετε ιερουργήσει | να έχετε ιερουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιερουργήσει | είχαν ιερουργήσει | θα έχουν ιερουργήσει | να έχουν ιερουργήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.