ιδιοσυγκρασιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιοσυγκρασιακός | η | ιδιοσυγκρασιακή | το | ιδιοσυγκρασιακό |
| γενική | του | ιδιοσυγκρασιακού | της | ιδιοσυγκρασιακής | του | ιδιοσυγκρασιακού |
| αιτιατική | τον | ιδιοσυγκρασιακό | την | ιδιοσυγκρασιακή | το | ιδιοσυγκρασιακό |
| κλητική | ιδιοσυγκρασιακέ | ιδιοσυγκρασιακή | ιδιοσυγκρασιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιοσυγκρασιακοί | οι | ιδιοσυγκρασιακές | τα | ιδιοσυγκρασιακά |
| γενική | των | ιδιοσυγκρασιακών | των | ιδιοσυγκρασιακών | των | ιδιοσυγκρασιακών |
| αιτιατική | τους | ιδιοσυγκρασιακούς | τις | ιδιοσυγκρασιακές | τα | ιδιοσυγκρασιακά |
| κλητική | ιδιοσυγκρασιακοί | ιδιοσυγκρασιακές | ιδιοσυγκρασιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδιοσυγκρασιακός < ιδιοσυγκρασία + -ακός < (ελληνιστική κοινή) ἰδιοσυγκρασία
Επίθετο
ιδιοσυγκρασιακός, -ή, -ό
- που έχει έναν ιδιαίτερο δικό του τρόπο αντίδρασης σε εξωτερικές ή εσωτερικές επιδράσεις
- Ο ιδιοσυγκρασιακός τραγουδοποιός μάς έχει συνηθίσει σε εκπλήξεις και εμπνεύσεις. (*)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ιδιοσυγκρασία
- → δείτε τις λέξεις ίδιος, συν και κράση
Μεταφράσεις
ιδιοσυγκρασιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.