ιδεοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδεοκράτης | οι | ιδεοκράτες |
| γενική | του | ιδεοκράτη | των | ιδεοκρατών |
| αιτιατική | τον | ιδεοκράτη | τους | ιδεοκράτες |
| κλητική | ιδεοκράτη | ιδεοκράτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδεοκράτης < ιδεοκρατία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός) / ιδέα + -κράτης)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðe.oˈkɾa.tis/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ιδεοκρατία
- ιδεοκρατικός
- → δείτε τις λέξεις ιδέα και κρατώ
Μεταφράσεις
ιδεοκράτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.