ιδεασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδεασμένος | η | ιδεασμένη | το | ιδεασμένο |
| γενική | του | ιδεασμένου | της | ιδεασμένης | του | ιδεασμένου |
| αιτιατική | τον | ιδεασμένο | την | ιδεασμένη | το | ιδεασμένο |
| κλητική | ιδεασμένε | ιδεασμένη | ιδεασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδεασμένοι | οι | ιδεασμένες | τα | ιδεασμένα |
| γενική | των | ιδεασμένων | των | ιδεασμένων | των | ιδεασμένων |
| αιτιατική | τους | ιδεασμένους | τις | ιδεασμένες | τα | ιδεασμένα |
| κλητική | ιδεασμένοι | ιδεασμένες | ιδεασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδεασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιδεάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðe.aˈzme.nos/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ιδεασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.