ιγμόρειο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιγμόρειο τα ιγμόρεια
      γενική του ιγμόρειου
& ιγμορείου
των ιγμόρειων
& ιγμορείων
    αιτιατική το ιγμόρειο τα ιγμόρεια
     κλητική ιγμόρειο ιγμόρεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ανθρώπινα ιγμόρεια στον αριθμό 4

Ετυμολογία

ιγμόρειο < αγγλική Highmore, ανθρωπωνύμιο από τον Βρετανό χειρουργό Nathaniel Highmore

Ουσιαστικό

ιγμόρειο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.