ιγμορίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιγμορίτιδα οι ιγμορίτιδες
      γενική της ιγμορίτιδας των ιγμορίτιδων
    αιτιατική την ιγμορίτιδα τις ιγμορίτιδες
     κλητική ιγμορίτιδα ιγμορίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιγμορίτιδα < ιγμόρειο + -ίτιδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Highmore, ανθρωπωνύμιο από τον Βρετανό χειρούργο Nathaniel Highmore

Ουσιαστικό

ιγμορίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.