ιγμόρειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιγμόρειος η ιγμόρεια το ιγμόρειο
      γενική του ιγμόρειου της ιγμόρειας του ιγμόρειου
    αιτιατική τον ιγμόρειο την ιγμόρεια το ιγμόρειο
     κλητική ιγμόρειε ιγμόρεια ιγμόρειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιγμόρειοι οι ιγμόρειες τα ιγμόρεια
      γενική των ιγμόρειων των ιγμόρειων των ιγμόρειων
    αιτιατική τους ιγμόρειους τις ιγμόρειες τα ιγμόρεια
     κλητική ιγμόρειοι ιγμόρειες ιγμόρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιγμόρειος < αγγλική Highmore

Επίθετο

ιγμόρειος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.