ιγμόρειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιγμόρειος | η | ιγμόρεια | το | ιγμόρειο |
| γενική | του | ιγμόρειου | της | ιγμόρειας | του | ιγμόρειου |
| αιτιατική | τον | ιγμόρειο | την | ιγμόρεια | το | ιγμόρειο |
| κλητική | ιγμόρειε | ιγμόρεια | ιγμόρειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιγμόρειοι | οι | ιγμόρειες | τα | ιγμόρεια |
| γενική | των | ιγμόρειων | των | ιγμόρειων | των | ιγμόρειων |
| αιτιατική | τους | ιγμόρειους | τις | ιγμόρειες | τα | ιγμόρεια |
| κλητική | ιγμόρειοι | ιγμόρειες | ιγμόρεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ιγμόρειο
Μεταφράσεις
ιγμόρειος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.