ιαπετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιαπετικός | η | ιαπετική | το | ιαπετικό |
| γενική | του | ιαπετικού | της | ιαπετικής | του | ιαπετικού |
| αιτιατική | τον | ιαπετικό | την | ιαπετική | το | ιαπετικό |
| κλητική | ιαπετικέ | ιαπετική | ιαπετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιαπετικοί | οι | ιαπετικές | τα | ιαπετικά |
| γενική | των | ιαπετικών | των | ιαπετικών | των | ιαπετικών |
| αιτιατική | τους | ιαπετικούς | τις | ιαπετικές | τα | ιαπετικά |
| κλητική | ιαπετικοί | ιαπετικές | ιαπετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιαπετικός < αρχαία ελληνική Ἰαπετός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.