Ἰαπετός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἰαπετός
      γενική τοῦ Ἰαπετοῦ
      δοτική τῷ Ἰαπετ
    αιτιατική τὸν Ἰαπετόν
     κλητική ! Ἰαπετέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἰαπετός < προελληνική

Κύριο όνομα

Ἰαπετός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.