θᾶκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θᾶκος | οἱ | θᾶκοι |
| γενική | τοῦ | θάκου | τῶν | θάκων |
| δοτική | τῷ | θάκῳ | τοῖς | θάκοις |
| αιτιατική | τὸν | θᾶκον | τοὺς | θάκους |
| κλητική ὦ! | θᾶκε | θᾶκοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θάκω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θάκοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θᾶκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θᾶκος, -ου αρσενικό αττικός τύπος
- κάθισμα
- έδρα
- θώκος, έδρα αξιώματος
- συνεδρίαση, βουλή
- απόπατος, αφοδευτήριο
- ※ Θεόφραστος, Χαρακτήρες, ιδ'
- καὶ πολλὰ φαγὼν καὶ τῆς νυκτὸς ἐπὶ θάκου ἀνιστάμενος ἀποπλανώμενος ὑπὸ κυνὸς τῆς τοῦ γείτονος δηχθῆναι.
- ※ Θεόφραστος, Χαρακτήρες, ιδ'
Πηγές
- θᾶκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θᾶκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- θᾶκος σελ. 529 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.