θῶκος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θῶκος οἱ θῶκοι
      γενική τοῦ θώκου τῶν θώκων
      δοτική τῷ θώκ τοῖς θώκοις
    αιτιατική τὸν θῶκον τοὺς θώκους
     κλητική ! θῶκε θῶκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θώκω
γεν-δοτ τοῖν  θώκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

θῶκος, -ου αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.