θωράκισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θωράκισμα τα θωρακίσματα
      γενική του θωρακίσματος των θωρακισμάτων
    αιτιατική το θωράκισμα τα θωρακίσματα
     κλητική θωράκισμα θωρακίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θωράκισμα < θωρακίζω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cuirassement)

Ουσιαστικό

θωράκισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.