θωρακίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

θωρακίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θωρακίζω
  2. θα θωρακίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θωρακίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θωρακίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θωράκιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.