θυρόφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θυρόφυλλο | τα | θυρόφυλλα |
| γενική | του | θυρόφυλλου | των | θυρόφυλλων |
| αιτιατική | το | θυρόφυλλο | τα | θυρόφυλλα |
| κλητική | θυρόφυλλο | θυρόφυλλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θυρόφυλλο ουδέτερο
- το καθεάν από τα φύλλα μιας πόρτας, δηλαδή τα τμήματά της που κινούνται και ανοιγοκλείνουν
- ↪ έκλεισε τα θυρόφυλλα για να μη μπαίνει ο ήλιος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- παραθυρόφυλλο
- → δείτε τις λέξεις θύρα και φύλλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.