θυροκολλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θυροκολλημένος | η | θυροκολλημένη | το | θυροκολλημένο |
| γενική | του | θυροκολλημένου | της | θυροκολλημένης | του | θυροκολλημένου |
| αιτιατική | τον | θυροκολλημένο | τη | θυροκολλημένη | το | θυροκολλημένο |
| κλητική | θυροκολλημένε | θυροκολλημένη | θυροκολλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θυροκολλημένοι | οι | θυροκολλημένες | τα | θυροκολλημένα |
| γενική | των | θυροκολλημένων | των | θυροκολλημένων | των | θυροκολλημένων |
| αιτιατική | τους | θυροκολλημένους | τις | θυροκολλημένες | τα | θυροκολλημένα |
| κλητική | θυροκολλημένοι | θυροκολλημένες | θυροκολλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θυροκολλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θυροκολλώ
Μεταφράσεις
θυροκολλημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.