θρησκομανής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θρησκομανής | η | θρησκομανής | το | θρησκομανές |
| γενική | του | θρησκομανούς* | της | θρησκομανούς | του | θρησκομανούς |
| αιτιατική | τον | θρησκομανή | τη | θρησκομανή | το | θρησκομανές |
| κλητική | θρησκομανή(ς) | θρησκομανής | θρησκομανές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θρησκομανείς | οι | θρησκομανείς | τα | θρησκομανή |
| γενική | των | θρησκομανών | των | θρησκομανών | των | θρησκομανών |
| αιτιατική | τους | θρησκομανείς | τις | θρησκομανείς | τα | θρησκομανή |
| κλητική | θρησκομανείς | θρησκομανείς | θρησκομανή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
θρησκομανής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.