-ιον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- -ιον < αρχαία ελληνική -ιον, συχνά με υποκοριστική σημασία
Σύνθετα
- Λέξεις της καθαρεύουσας με επίθημα -ιον στο Βικιλεξικό
- Λέξεις της καθαρεύουσας με επίθημα -ίον στο Βικιλεξικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία 1
- -ιον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ιον, συχνά με υποκοριστική σημασία (όπως από την (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ιον)
Επίθημα
-ιον και -ίον, -ιν
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ιον στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ιν στο Βικιλεξικό
Ετυμολογία 2
- -ιον: κλιτικός τύπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ιον στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ίον στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ιον @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
- §289 - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.