θετικότατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θετικότατος η θετικότατη το θετικότατο
      γενική του θετικότατου της θετικότατης του θετικότατου
    αιτιατική τον θετικότατο τη θετικότατη το θετικότατο
     κλητική θετικότατε θετικότατη θετικότατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θετικότατοι οι θετικότατες τα θετικότατα
      γενική των θετικότατων των θετικότατων των θετικότατων
    αιτιατική τους θετικότατους τις θετικότατες τα θετικότατα
     κλητική θετικότατοι θετικότατες θετικότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θετικότατος < θετικ(ός) + -ότατος < αρχαία ελληνική θετικώτατος

Επίθετο

θετικότατος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.