θετικισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θετικισμός | οι | θετικισμοί |
| γενική | του | θετικισμού | των | θετικισμών |
| αιτιατική | τον | θετικισμό | τους | θετικισμούς |
| κλητική | θετικισμέ | θετικισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θετικισμός < θετικ(ός) + -ισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική positivisme
Ουσιαστικό
θετικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα που απορρίπτει τη μεταφυσική και υποστηρίζει ότι η μόνη έγκυρη γνώση είναι αυτή που μπορεί να επιβεβαιωθεί μέσω της επιστημονικής μεθόδου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
θετικισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.