θεϊκά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεϊκά < θεϊκός +

Επίρρημα

θεϊκά

— Πώς περάσατε στο ταξίδι σας; — Θεϊκά!

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θεϊκά ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θεϊκά

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (θεϊκόν) του θεϊκός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους (θεϊκή) του θεϊκός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.