ἔσπετε
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἔσπετε: β΄ πρόσωπο πληθυντικού προστακτικής αορίστου β΄ ( *ἔσπον) του ἔπω ή του ἐννἑπω, ο μοναδικός μαρτυρούμενος τύπος του *ἔσπον < θέμα *σπ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ-, λέω, συγγενές με το ἔπος)· → δείτε και τη λέξη ἔννεπε
Ρηματικός τύπος
ἔσπετε
- πείτε
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 484
- ἔσπετε νῦν μοι, Μοῦσαι - πείτε μου τώρα Μούσες
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 484
- ἑσπόμην
- θεσπέσιος
Πηγές
- ἔσπετε, ἔσπον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.