θεσμοθετημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεσμοθετημένος | η | θεσμοθετημένη | το | θεσμοθετημένο |
| γενική | του | θεσμοθετημένου | της | θεσμοθετημένης | του | θεσμοθετημένου |
| αιτιατική | τον | θεσμοθετημένο | τη | θεσμοθετημένη | το | θεσμοθετημένο |
| κλητική | θεσμοθετημένε | θεσμοθετημένη | θεσμοθετημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεσμοθετημένοι | οι | θεσμοθετημένες | τα | θεσμοθετημένα |
| γενική | των | θεσμοθετημένων | των | θεσμοθετημένων | των | θεσμοθετημένων |
| αιτιατική | τους | θεσμοθετημένους | τις | θεσμοθετημένες | τα | θεσμοθετημένα |
| κλητική | θεσμοθετημένοι | θεσμοθετημένες | θεσμοθετημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεσμοθετημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θεσμοθετώ
Μεταφράσεις
θεσμοθετημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.