θερμόλουτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θερμόλουτρο | τα | θερμόλουτρα |
| γενική | του | θερμόλουτρου | των | θερμόλουτρων |
| αιτιατική | το | θερμόλουτρο | τα | θερμόλουτρα |
| κλητική | θερμόλουτρο | θερμόλουτρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θερμόλουτρο < θερμός + -ο- + λουτρό (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bain chaud)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾˈmo.lu.tɾo/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.