θερμοπηγή

Νέα ελληνικά (el)

Ισλανδία: Η θερμοπηγή με τη μεγαλύτερη ροή στην "Ευρώπη"
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοπηγή οι θερμοπηγές
      γενική της θερμοπηγής των θερμοπηγών
    αιτιατική τη θερμοπηγή τις θερμοπηγές
     κλητική θερμοπηγή θερμοπηγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμοπηγή < θερμή πηγή

Ουσιαστικό

θερμοπηγή θηλυκό

  • η πηγή που βγάζει ζεστό νερό
  • συχνά τα ιαματικά νερά, τα ιαματικά λουτρά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.