onsen
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
onsen (en) ενικός και πληθυντικός
(δημώδης πληθυντικός, δεν προτιμάται: onsens)
- θερμή πηγή
- ιαπωνική πισίνα με νερό θερμής πηγής, θέρετρο ή άλλη υπηρεσία κοντά σε θερμοπηγή
- ιαπωνική θερμή πηγή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.