θερμοπίδακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θερμοπίδακας | οι | θερμοπίδακες |
| γενική | του | θερμοπίδακα | των | θερμοπιδάκων |
| αιτιατική | τον | θερμοπίδακα | τους | θερμοπίδακες |
| κλητική | θερμοπίδακα | θερμοπίδακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- γκέιζερ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
