θερμασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμασμένος η θερμασμένη το θερμασμένο
      γενική του θερμασμένου της θερμασμένης του θερμασμένου
    αιτιατική τον θερμασμένο τη θερμασμένη το θερμασμένο
     κλητική θερμασμένε θερμασμένη θερμασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμασμένοι οι θερμασμένες τα θερμασμένα
      γενική των θερμασμένων των θερμασμένων των θερμασμένων
    αιτιατική τους θερμασμένους τις θερμασμένες τα θερμασμένα
     κλητική θερμασμένοι θερμασμένες θερμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος θερμαίνομαι

Μετοχή

θερμασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.