εν τούτω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εν τούτω
< (
καθαρεύουσα
) <
ἐν
τούτῳ
(
δοτική
ενικού του ουδέτερου
τοῦτο
)
→
δείτε
τις
λέξεις
εν
και
τούτο
•
Η Ετυμολογία χρειάζεται
ανάπτυξη με τεκμηρίωση
. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
εν τούτω
(
λόγιο
,
όπως σε ιστορικές φράσεις
) με αυτό το
μέσον
,
μέσω
αυτού
↪
εν τούτω
νίκα
(με αυτό να νικήσεις)
επί τούτοις
προς τούτο
προς τούτοις
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.