θεοβάδιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοβάδιστος η θεοβάδιστη το θεοβάδιστο
      γενική του θεοβάδιστου της θεοβάδιστης του θεοβάδιστου
    αιτιατική τον θεοβάδιστο τη θεοβάδιστη το θεοβάδιστο
     κλητική θεοβάδιστε θεοβάδιστη θεοβάδιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοβάδιστοι οι θεοβάδιστες τα θεοβάδιστα
      γενική των θεοβάδιστων των θεοβάδιστων των θεοβάδιστων
    αιτιατική τους θεοβάδιστους τις θεοβάδιστες τα θεοβάδιστα
     κλητική θεοβάδιστοι θεοβάδιστες θεοβάδιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοβάδιστος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική θεοβάδιστος < θεο- + (βαδίζω) συνοπτικό θέμα βαδισ- + -τος[1]

Επίθετο

θεοβάδιστος, -η, -ο

  • για τόπο όπου βάδισε θεός
    Θα παρουσιάσουμε ένα οδοιπορικό της θεοβάδιστης Γαλιλαίας.

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θεοβάδιστος < θεο- + βαδίζω) συνοπτικό θέμα βαδισ- + -τος

Επίθετο

θεοβάδιστος

Συγγενικά

  • θεοβαδής

 και δείτε τις λέξεις θεός και βαδίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.