Καζαντζάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καζαντζάκης | οι | Καζαντζάκηδες |
| γενική | του | Καζαντζάκη | των | Καζαντζάκηδων |
| αιτιατική | τον | Καζαντζάκη | τους | Καζαντζάκηδες |
| κλητική | Καζαντζάκη | Καζαντζάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καζαντζάκης < επάγγελμα καζαντζ(ής) / Καζαντζ(ής) + -άκης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.zanˈd͡za.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ζαν‐τζά‐κης
-
Νίκος Καζαντζάκης στη Βικιπαίδεια
(1883-1957), Έλληνας συγγραφέας και διανοούμενος
Μεταγραφές
- αραβικοί χαρακτήρες: كازانتزاكيس
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Казантзакис, Казандзакис
- λατινικοί χαρακτήρες: Kazantzakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.