Καζαντζάκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καζαντζάκης οι Καζαντζάκηδες
      γενική του Καζαντζάκη των Καζαντζάκηδων
    αιτιατική τον Καζαντζάκη τους Καζαντζάκηδες
     κλητική Καζαντζάκη Καζαντζάκηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καζαντζάκης < επάγγελμα καζαντζ(ής) / Καζαντζ(ής) + -άκης

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.zanˈd͡za.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καζαντζάκης

Κύριο όνομα

Καζαντζάκης αρσενικό (θηλυκό Καζαντζάκη)

Συγγενικά

σχετικά με τον ποιητή Νίκου Καζαντζάκη:

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.