θεάτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεάτρια οι θεάτριες
      γενική της θεάτριας των θεατριών
    αιτιατική τη θεάτρια τις θεάτριες
     κλητική θεάτρια θεάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεάτρια < ελληνιστική κοινή θεάτρια < αρχαία ελληνική θεατής

Προφορά

ΔΦΑ : /θeˈa.tri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεάτρια

Ουσιαστικό

θεάτρια θηλυκό

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεάτρι αἱ θεάτριαι
      γενική τῆς θεατρίᾱς τῶν θεατριῶν
      δοτική τῇ θεατρί ταῖς θεατρίαις
    αιτιατική τὴν θεάτριᾰν τὰς θεατρίᾱς
     κλητική ! θεάτρι θεάτριαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεατρί
γεν-δοτ τοῖν  θεατρίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεάτρια < θεατής + -τρια

Ουσιαστικό

θεάτρια θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.