θαλερότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλερότητα οι θαλερότητες
      γενική της θαλερότητας των θαλεροτήτων
    αιτιατική τη θαλερότητα τις θαλερότητες
     κλητική θαλερότητα θαλερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλερότητα < (καθαρεύουσα) θαλερότης < αρχαία ελληνική θαλερός + -ότης/-ότητα

Ουσιαστικό

θαλερότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του θαλερού
  2. (μεταφορικά) ακμαιότητα, ζωντάνια

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.