θαλασσοπνιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαλασσοπνιγμένος | η | θαλασσοπνιγμένη | το | θαλασσοπνιγμένο |
| γενική | του | θαλασσοπνιγμένου | της | θαλασσοπνιγμένης | του | θαλασσοπνιγμένου |
| αιτιατική | τον | θαλασσοπνιγμένο | τη | θαλασσοπνιγμένη | το | θαλασσοπνιγμένο |
| κλητική | θαλασσοπνιγμένε | θαλασσοπνιγμένη | θαλασσοπνιγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαλασσοπνιγμένοι | οι | θαλασσοπνιγμένες | τα | θαλασσοπνιγμένα |
| γενική | των | θαλασσοπνιγμένων | των | θαλασσοπνιγμένων | των | θαλασσοπνιγμένων |
| αιτιατική | τους | θαλασσοπνιγμένους | τις | θαλασσοπνιγμένες | τα | θαλασσοπνιγμένα |
| κλητική | θαλασσοπνιγμένοι | θαλασσοπνιγμένες | θαλασσοπνιγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θαλασσοπνιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαλασσοπνίγομαι
Μεταφράσεις
θαλασσοπνιγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.