θαλασσοκράτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| θᾰλασσοκρᾰτωρ-, θᾰλασσοκρᾰτορ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | θαλασσοκράτωρ | οἱ | θαλασσοκράτορες | |
| γενική | τοῦ | θαλασσοκράτορος | τῶν | θαλασσοκρατόρων | |
| δοτική | τῷ | θαλασσοκράτορῐ | τοῖς | θαλασσοκράτορσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | θαλασσοκράτορᾰ | τοὺς | θαλασσοκράτορᾰς | |
| κλητική ὦ! | θαλασσοκράτορ | θαλασσοκράτορες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαλασσοκράτορε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | θαλασσοκρατόροιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- θαλασσοκράτωρ < θαλασσο- + -κράτωρ
Ουσιαστικό
θαλασσοκράτωρ, -ορος αρσενικό (ή και θηλυκό)
- θαλασσοκράτορας, ο κυρίαρχος της θάλασσας, ο νικητής στην κυριαρχία των θαλασσίων οδών
- ※ ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 82.2
- ἅτε δὲ ἐόντες διάφοροι ἐδηλέοντο αὐτούς, ὥστε θαλασσοκράτορες ἐόντες
- Κι από την ώρα που έγιναν εχθροί, έκαναν ζημιές στη χώρα των Επιδαυρίων, αφού εξουσίαζαν τη θάλασσα
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἅτε δὲ ἐόντες διάφοροι ἐδηλέοντο αὐτούς, ὥστε θαλασσοκράτορες ἐόντες
- ※ ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 82.2
- αττικός τύπος : θαλαττοκράτωρ
Πηγές
- θαλασσοκράτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαλασσοκράτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.