θαλασσογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλασσογραφία | οι | θαλασσογραφίες |
| γενική | της | θαλασσογραφίας | των | θαλασσογραφιών |
| αιτιατική | τη | θαλασσογραφία | τις | θαλασσογραφίες |
| κλητική | θαλασσογραφία | θαλασσογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.