μπουκαδούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουκαδούρα οι μπουκαδούρες
      γενική της μπουκαδούρας
    αιτιατική την μπουκαδούρα τις μπουκαδούρες
     κλητική μπουκαδούρα μπουκαδούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουκαδούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική sbocadura (εκβολή ποταμού)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /bu.kaˈðu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουκαδούρα

Ουσιαστικό

μπουκαδούρα θηλυκό

 συνώνυμα: μπάτης

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μπουκαδούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «Ημερίσιοι άνεμοι», ηλεκτρονικό μάθημα «Γενικής Μετεωρολογίας», Γεωλογική Σχολή του ΑΠΘ, στον ιστότοπο: geo.auth.gr· πρόσβαση: 2021-07-30.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.