ηχοτοπίο

Ελληνικά (el)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | ηχοτοπίο | ηχοτοπία |
| γενική | ηχοτοπίου | ηχοτοπίων |
| αιτιατική | ηχοτοπίο | ηχοτοπία |
| κλητική | ηχοτοπίο | ηχοτοπία |

Ουσιαστικό
το ηχοτοπίο (el) ουδέτερο, ενικός ή μόνο ενικός
τα ηχοτοπία (el) πληθυντικός
- ήχος στο οποίο δεν δίνουμε έμφαση σε συγκεκριμένη μελωδία ή θόρυβο αλλά συνολικά
- ατμόσφαιρα, ήχος ambient, ήχος new age
- σύνθεση σε πλήκτρα ή με άλλο όργανο βοηθητικού χαρακτήρα
- σύνθεση μη μέλους της μπάντας που έχει υποτιμηθεί μέσω ευφημισμού για λόγους δικαιωμάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.